Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ




Τυπικό ελληνικό πρότυπο διατροφής θεωρείται εκείνο που περιγράφηκε σε μια μελέτη από το Ίδρυμα Rockefeller το 1948 για την Κρήτη. Η έκθεση αυτή ανέφερε ότι «ελιές, δημητριακά, όσπρια, άγρια λαχανικά, χόρτα και φρούτα μαζί  με περιορισμένες ποσότητες κρέατος, γάλακτος, κυνήγι και ψάρια έχουν αποτελέσει τη βασική τροφή των Κρητικών για 40 αιώνες». Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό αυτό που έλεγαν για τους αρχαίους Έλληνες οι καλοφαγάδες της εποχής, Πέρσες: «οι Έλληνες σταματούν να τρώνε ενώ είναι πεινασμένοι».
Το παραπάνω πρότυπο διατροφής διατηρείται στη βάση του σχεδόν ίδιο, με μικρές μεταβολές μέχρι τη δεκαετία του ’60 και προβάλλεται σήμερα σαν χαρακτηριστική Μεσογειακή διατροφή, την οποία προτρέπονται να ακολουθήσουν οι σύγχρονες κοινωνίες της Δύσης. Αν και οι παραδοσιακές δίαιτες των χωρών, που περιβάλλουν την Μεσόγειο, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και έχουν αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα κοινά στοιχεία που τα χαρακτηρίζουν: κατανάλωση πολλών φρούτων, λαχανικών, οσπρίων και δημητριακών. Το ελαιόλαδο αποτελεί κύρια πηγή λιπιδίων. Κατανάλωση άπαχου κόκκινου κρέατος μόνο μερικές φορές το μήνα ή λίγο συχνότερα σε μικρές ποσότητες. Χαμηλή ως μέτρια κατανάλωση άλλων τροφίμων ζωικής προέλευσης, όπως γαλακτοκομικά (με εξαίρεση τυρί και γιαούρτι), ψάρι και πουλερικά και λογική κατανάλωση κρασιού, κυρίως κατά τα γεύματα (1-2 ποτήρια την ημέρα). Τέλος, τα γλυκίσματα έχουν τη θέση τους στο παραδοσιακό τραπέζι, αλλά σε περιορισμένη ποσότητα.
Μετά τη δεκαετία του ’60, όμως, παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές.
Η οικονομική άνοδος, που σημειώθηκε στην χώρα μας μεταπολεμικά και ειδικότερα μετά το 1960, συνοδεύεται από σημαντική αύξηση της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή. Παράλληλα με την εξέλιξη αυτή, η τεχνολογική πρόοδος, οι αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές συνθέσεις, η αλλαγή στις συνήθειες ζωής και της εργασίας, η εμφάνιση ανέσεων και πολιτισμού και η έντονη παρουσία μέσων μαζικής επικοινωνίας, έχουν επιφέρει εντυπωσιακές μεταβολές στην κατανάλωση.
Στον τομέα της διατροφής, οι δαπάνες για τρόφιμα, σε απόλυτους αριθμούς, προοδευτικά αυξάνονται και συνεχίζουν να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή.
Μέσα στα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης η χώρα μας, ακολουθώντας τις καταναλωτικές τάσεις που χαρακτηρίζουν τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, εμφανίζουν μια συνεχή και εντυπωσιακή άνοδο στην κατανάλωση ζωικών προϊόντων.

Ειδικότερα, μπορούμε να αναφέρουμε ότι, όσον αφορά το κρέας, η μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση του από 15 Kg, που ήταν το διάστημα 1951-55, υπολογίζεται στις ημέρες μας στα 84 Kg.
Γαλακτοκομικά: Η κατανάλωση γάλακτος και των προϊόντων αυτού παρουσιάζει, επίσης, σημαντική άνοδο αλλά με ρυθμό χαμηλότερο από αυτόν του κρέατος. Εντυπωσιακή είναι η μέση κατανάλωση του τυριού στη χώρα μας, που έχει φτάσει τα τελευταία χρόνια να είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη.
Ψάρια: Η κατανάλωση των αλιευτικών προϊόντων κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα. Το γεγονός αυτό θεωρείται απογοητευτικό, αν αναλογισθούμε τη γεωγραφική θέση της χώρας μας και από την άλλη πλευρά τη μεγάλη θρεπτική αξία, που χαρακτηρίζει τα ψάρια σαν τροφή (λεύκωμα υψηλής βιολογική αξίας, χαμηλό επίπεδο λιπιδίων, περιεκτικότητα σε φώσφορο, ιώδιο και άλλα ιχνοστοιχεία).
Αυγά: Μέσα στα πλαίσια της αύξησης του συνόλου των ζωικών προϊόντων έχουμε και την ανάλογη αύξηση στην κατανάλωση των αυγών που από 4 kg έφτασε στα 11 kg.
Βούτυρο: Παρουσιάζεται μια μικρή αύξηση στην κατανάλωσή του. Η μέση ετήσια κατανάλωσή του κυμαίνεται στα 2 kg, ποσότητα χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που οφείλεται, τόσο στη διαφορά του κλίματος, όσο και στη μεγάλη παραγωγή και κατανάλωση ελαιόλαδου στη χώρα μας.
Στα προϊόντα φυτικής προέλευσης παρουσιάζεται μία πτωτική τάση στην κατανάλωσή τους τα τελευταία χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να πούμε για την κατανάλωση των δημητριακών, ότι στο σύνολό της παρουσιάζει μια συνεχή πτώση που οφείλεται κύρια στον περιορισμό της κατανάλωσης ψωμιού.
Πρέπει να επισημανθεί ότι τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα αισθητή η αύξηση της κατανάλωσης φρυγανιών, «διαιτητικών» και άλλων εισαγόμενων ειδών, που υποκαθιστούν το  ψωμί, ενώ παρά τη ζήτηση απουσιάζει εντυπωσιακά το μαύρο ψωμί.
Πτωτική πορεία παρουσιάζεται στην κατανάλωση των οσπρίων, ενώ οι πατάτες, τα λαχανικά και τα φρούτα, εμφανίζουν αύξηση στην κατανάλωσή τους.
Ανησυχητική πρέπει να θεωρηθεί η συνεχής και εντυπωσιακή αύξηση της κατανάλωσης της ζάχαρης.
Τέλος, η κατανάλωση του ελαιόλαδου αυξήθηκε, ενώ στα σπορέλαια και τη μαργαρίνη παραμένει σχετικά χαμηλή.
Η ποιοτική βελτίωση του εθνικού μας διαιτολογίου με την αλματώδη αύξηση των ζωικών προϊόντων και την εξασφάλιση υψηλής βιολογικής αξίας πρωτεϊνών αντανακλάται και στη σημαντική αύξηση του μέσου αναστήματος των νέων Ελλήνων κατά 7 cm περίπου, εξέλιξη που θεωρείται αναμφίβολα θετική. Οι διατροφικές, όμως,  υπερβάσεις σε ενέργεια, λιπίδια, χοληστερίνη κ.α. πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά για τη μελλοντική πορεία σε σχέση με την παθογενετική συμμετοχή τους στα σύγχρονα νοσήματα που εμφανίζουν μια ανοδική πορεία και στον Ελληνικό πληθυσμό όπως η ισχαιμική καρδιοπάθεια, νεοπλάσματα, σακχαρώδης διαβήτης κ.α.
Έρευνες στον παιδικό πληθυσμό της χώρας έχουν εντοπίσει προβλήματα τερηδόνας, παχυσαρκίας, αυξημένων επιπέδων χοληστερόλης του αίματος, υπέρτασης καθώς και αυξημένου ποσοστού παιδιών με έναν ή περισσότερους παράγοντες για καρδιαγγειακά νοσήματα ή καρκίνο.
Οι παραπάνω εξελίξεις, όμως, δεν είναι μόνο αντίθετες προς τα κατά τεκμήριο επωφελέστερα για την υγεία δεδομένα, αλλά έχουν γενικότερα επιπτώσεις και στην εθνική μας οικονομία. 

Κωνσταντίνος Αλ.Πετρόπουλος
Διαιτολόγος-Διατροφολόγος

Σχόλια