ΔΥΣΑΝΕΞΙΑ ΣΤΗ ΛΑΚΤΟΖΗ


Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης (γλυκόζη + γαλακτόζη) που βρίσκεται στο γάλα αμέσως μετά το νερό σε υψηλότερη αναλογία 2,2-7,0% (στο αγελαδινό γάλα είναι 4,2-5,2% ενώ στο γάλα της γυναίκας είναι 6,5-7%).
Η διάσπαση της λακτόζης σε μονοσακχαρίτες πραγματοποιείται με την βοήθεια του ενζύμου λακτάση (βρίσκεται στο λεπτό έντερο) και αποτελεί πηγή ενέργειας για τον οργανισμό, όμως μετά τον απογαλακτισμό η έκκριση του ενζύμου περιορίζεται σημαντικά ή σταματά με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να μην χρησιμοποιούν πλήρως ή καθόλου τη λακτόζη.
Η αδιάσπαστη λακτόζη στο λεπτό έντερο λειτουργεί ωσμωτικά με αποτέλεσμα να αυξάνεται η παραγωγή των υγρών και ηλεκτρολυτών και συνεπώς να έχουμε επιτάχυνση του χρόνου διάβασης της λακτόζης από το λεπτό έντερο και να συνυπάρχουν μετεωρισμός και ισχυρά κοιλιακά άλγη. Στην συνέχεια περνάει αδιάσπαστη στο παχύ έντερο, όπου με την επίδραση της εκεί χλωρίδας παράγεται οξικό και κυρίως γαλακτικού οξέος από την μικροβιακή ζύμωση των σακχάρων, με αποτέλεσμα επιδείνωση της κατάστασης. Επίσης με τον ίδιο τρόπο παράγονται διοξείδιο του άνθρακα και αέριο υδρογόνο τα οποία επιβαρύνουν το μετεωρισμό και την κοιλιακή δυσφορία.
Έχουμε τρεις κύριους τύπους δυσανεξίας στην λακτόζη.
1.   Την Πρωτοπαθή, όπου η ανεπάρκεια της λακτάσης αναφέρεται στην γενετικά προκαθορισμένη πτώση της δραστικότητας του ενζύμου.
2.   Τη Δευτεροπαθή, η οποία μπορεί να προκληθεί εξαιτίας κάποιας ασθένειας ή παθολογικών καταστάσεων και σε ένα άτομο με φυσιολογικό αρχικά βλεννογόνο εντέρου. Αίτια δευτεροπαθούς ανεπάρκειας της λακτάσης είναι: γαστρεντερίτιδα, λοιμώξεις από παράσιτα (λάμβλια), νόσος Crohn, κοιλιοκάκη, αφαίρεση μεγάλου τμήματος του λεπτού εντέρου, φαρμακευτική αγωγή (χημειοθεραπεία).
3.   Τη Συγγενή, ανεπάρκεια σε λακτάση, η οποία είναι εξαιρετικά σπάνια και μεταδίδεται με τον αυτοσωματικό υπολειπόμενο τύπο κληρονομικότητας, που συνοδεύονται από πλήρη απουσία της λακτάσης.

Κλινικά η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη δεν είναι εύκολη υπόθεση, λόγω της ποικιλομορφίας των συμπτωμάτων. Αν τα συμπτώματα παρουσιάζονται αμέσως μετά τη λήψη της λακτόζης, η διάγνωση είναι πιο εύκολη. Όταν τα συμπτώματα εμφανίζονται στα πρώτα 30 λεπτά μετά τη λήψη της λακτόζης, έχουμε εμφάνιση ναυτίας και ένα αίσθημα πληρότητας του στομάχου (φούσκωμα). Ενώ, όταν αυτά εμφανίζονται από 2-6 ώρες αυτά είναι ο κοιλιακός πόνος, αυτός εντοπίζεται γύρω από τον ομφαλό ή στο κάτω μέρος της κοιλιάς, θόρυβοι στο έντερο, το φούσκωμα, η έκλυση αερίων και η διάρροια. Η τυπική διάρροια χαρακτηρίζεται από υδαρή, ογκώδη και αφρώδη κόπρανα.
Η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη μπορεί να γίνει με διάφορα τεστ, όπως τα τεστ ανοχής στην λακτόζη, η μέτρηση του pH των κοπράνων τα οποία είναι όξινα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις ηλικίες. Πιο ειδική εξέταση είναι το τεστ αναπνοής μέσω μέτρησης υδρογόνου στον εκπνεόμενου αέρα η οποία μπορεί να γίνει μετά την ηλικία των 6 ετών.
Η αντιμετώπιση της δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνει το περιορισμό της λακτόζης στη δίαιτα, την υποκατάσταση της από εναλλακτικές θρεπτικές ουσίες, την παροχή της απαραίτητης ποσότητας ασβεστίου από άλλες πηγές τροφίμων και τη λήψη υποκατάστατων του ενζύμου της λακτάσης. Η ανάγκη για τον διαιτητικό περιορισμό της λακτόζης εξατομικεύεται ανάλογα με την ανοχή του κάθε ατόμου.
Οι ασθενείς με ανεπάρκεια λακτάσης μπορούν να ακολουθήσουν μία δίαιτα ελεύθερης λακτόζης, τη στιγμή της διάγνωσης ώστε να εξαλειφθούν τα συμπτώματα και στην συνέχεια να επανεισάγουν τη λακτόζη στη διατροφή τους, αυξάνοντας την σταδιακά, έως ότου βρεθεί η ποσότητα που προκαλεί τα συμπτώματα. Εκτός από τα γάλατα ελεύθερης ή μειωμένης λακτόζης μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα γάλατα σόγιας που δεν περιέχουν λακτόζη.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα διαφέρουν ως προς την περιεκτικότητά τους σε λακτόζη. Το φρέσκο γάλα έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα. Τα άτομα με ενδείξεις δυσανεξίας στη λακτόζη μπορούν να ανεχθούν γάλατα που έχουν υποστεί ζύμωση καθώς η περιεκτικότητα του γάλατος σε λακτόζη μειώνεται σημαντικά μετά την κατεργασία αυτή. Στο εμπόριο υπάρχουν γάλατα 70-80% λιγότερη λακτόζη που είναι ανεκτά από τα άτομα με ανεπάρκεια σε λακτάση.
Η παρουσία στο γάλα μικροοργανισμών (ένζυμα) βοηθάει τα άτομα που παρουσιάζουν δυσανεξία, γιατί αυτά περιέχουν το ένζυμο γαλακτοσιδάση, το οποίο ενεργοποιείτε στο λεπτό έντερο και υδρολύει την προσλαμβανόμενη λακτόζη. Τρόφιμο που περιέχει το παραπάνω ενζυμο είναι το γιαούρτι, το οποίο συνιστάτε. Έχει βρεθεί ότι το ασβέστιο του γιαουρτιού απορροφάται φυσιολογικά από τα άτομα που δυσαπορροφούν τη λακτόζη, συνεπώς αποτελεί άριστη πηγή ασβεστίου. Σημαντικές πηγές θρεπτικών συστατικών από τα γαλακτοκομικά για τα άτομα που παρουσιάζουν το πρόβλημα είναι και τα τυριά λευκά ή κίτρινα (π.χ. φέτα, κασέρι).
Εκτός από τις φανερές πηγές της λακτόζης υπάρχουν και οι κρυφές, όπως επεξεργασμένα τρόφιμα στα οποία αναγράφονται οι όροι: ορός γάλακτος, καζεΐνη, λακτολβουμίνη, σκόνη γάλακτος μπορεί να περιέχουν σημαντική ποσότητες λακτόζης. Τροφές που μπορεί να περιέχουν κρυφές πηγές λακτόζης είναι τα μπισκότα, τα ζαχαρωτά, τα παξιμάδια, τα γλυκίσματα που απαιτούν ψήσιμο, οι σούπες, η μαργαρίνη και οι ντρέσινγκ σαλάτες.
Η λακτόζη μπορεί να περιέχεται και ως συστατικό πολλών φαρμάκων, αλλά προκαλεί συμπτώματα μόνο σε άτομα με σοβαρή δυσανεξία στη λακτόζη.

Κωνσταντίνος Αλ. Πετρόπουλος
Διαιτολόγος - Διατροφολόγος  

Σχόλια