ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΙΚΟΥ ΒΑΡΟΥΣ

Η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας, κυρίως, στις βιομηχανικές χώρες
. Η συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκία έχει αυξηθεί τα τελευταία 15 – 30 χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρά ταύτα, η κατανομή ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ΗΠΑ, όπου η συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας αυξήθηκε από περίπου 12% το 1978 σε 20% το 1990 και 110% το 2000, καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα περιστατικά παχυσαρκίας αυξήθηκαν από το 7% το 1980 σε 16% το 1995. Από την άλλη πλευρά, η παχυσαρκία αποτελεί φαινόμενο όχι μόνο των ανεπτυγμένων χωρών, αλλά και των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως η Βραζιλία και η Κίνα, όπου η παχυσαρκία είναι συχνότερη σε άτομα καλύτερης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και σε εκείνα που ζουν σε αστικές περιοχές. Η εντοπιζόμενη στην κοιλιακή χώρα παχυσαρκία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη λόγω της στενής σχέσης της με την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη και παθήσεων, οφειλόμενων στη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας. Η υπερβολική πρόσληψη θερμίδων μέσω του φαγητού και η καθιστική ζωή συμβάλλουν σημαντικά στην εμφάνιση της παχυσαρκίας. Παρόλα αυτά, στην εμφάνιση της παχυσαρκίας μπορεί να εμπλέκονται και άλλοι μηχανισμοί, όπως ελαττώματα στην δαπάνη ενέργειας.

Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, η παχυσαρκία αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα, το οποίο εντοπίζεται, κυρίως, σε άτομα που ζουν σε αστικές περιοχές και έχουν καλή οικονομική κατάσταση (Swinburn et al., 2004). Στην παράγραφο αυτή θα εξετάσουμε τους κύριους παράγοντες που οδηγούν στην αύξηση του σωματικού βάρους (Πίνακας 1).


Ο αυξανόμενος εκδυτικισμός, αστικοποίηση και εκμηχάνιση που επισυμβαίνουν σε πολλές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες, συνδέονται με τις αλλαγές στη διατροφή προς την κατεύθυνση της κατανάλωσης τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος και θερμίδες, και προς τον καθιστικό τρόπο ζωής. Από την άλλη πλευρά, το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί λόγω της προόδου στη διατροφή, στην παραγωγή υγιεινών και ασφαλών τροφίμων, και στην αντιμετώπιση των λοιμωδών νοσημάτων. Παρόλα αυτά, τα σχετιζόμενα με τη διατροφή και τα λοιμώδη νοσήματα προβλήματα έχουν αντικατασταθεί είτε σταδιακά – στην περίπτωση των αναπτυσσόμενων χωρών – είτε ταχύτατα – στην περίπτωση των ανεπτυγμένων χωρών – από την παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τον σακχαρώδη διαβήτη.

Στην περίπτωση της διατροφής, η μεγάλη μείωση στην τιμή των φυτικών ελαίων και της ζάχαρης οδήγησε στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της συμμετοχής των καρπών και των δημητριακών καρπών στη διατροφή, με αποτέλεσμα την αύξηση των καταναλισκόμενων θερμίδων σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρά ταύτα, η αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας οφείλεται όχι μόνο στην τελευταία αναφερόμενη μεταβολή, αλλά και στη μεταβολή των διατροφικών συνηθειών, η οποία αντιπροσωπεύεται από την υιοθέτηση του γρήγορου φαγητού. Ειδικότερα, στις δυτικές χώρες, η συχνότητα κατανάλωσης φαγητού που έχει προετοιμαστεί έξω από το σπίτι, αυξάνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα την αύξηση των περιστατικών παχυσαρκίας λόγω μεγαλύτερης πρόσληψης θερμίδων, λίπους, μη κορεσμένων λιπών, χοληστερόλης και νατρίου. Από την άλλη μεριά, έχει αποδειχθεί ότι η γαλουχία προστατεύει από την εμφάνιση παχυσαρκίας κατά την παιδική ηλικία, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού τα υπέρβαρα παιδιά και έφηβοι κινδυνεύουν περισσότερο να γίνουν υπέρβαροι ενήλικες.

Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους είναι η περιεκτικότητα σε διάφορα θρεπτικά συστατικά –ειδικότερα υδατάνθρακες, λίπη και πρωτεΐνες – στη διατροφή. Παρά το γεγονός ότι οι διάφορες επιδημιολογικές μελέτες οδηγούν σε ανάμεικτα αποτελέσματα, όσον αφορά τη συσχέτιση της περιεκτικότητας των τροφών σε λίπη και υδατάνθρακες με την παχυσαρκία ή την αύξηση του σωματικού βάρους, οι πιο οικολογικές από αυτές δείχνουν μία θετική συσχέτιση μεταξύ λίπους και παχυσαρκίας σε διάφορους πληθυσμούς. Στα ίδια αποτελέσματα έχουν καταλήξει και μελέτες, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί σε πληθυσμούς, των οποίων οι διατροφικές συνήθειες αλλάζουν σταδιακά.  Σε επίπεδο μακροθρεπτικών συστατικών, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη θεωρία ότι η προερχόμενη από τα λίπη ενέργεια επιταχύνει την εμφάνιση παχυσαρκίας σε σύγκριση με την ίδια ποσότητα ενέργειας που προέρχεται από υδατάνθρακες. Από την άλλη μεριά, άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι οι υδατάνθρακες τείνουν να προστατεύουν τον ανθρώπινο οργανισμό έναντι της αύξησης του σωματικού βάρους, ακόμα και στην περίπτωση της ζάχαρης, όπου οι μελέτες απέδειξαν την παρουσία μιας αντιστρόφως ανάλογης σχέσης μεταξύ της κατανάλωσης ζάχαρης και του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ή της συχνότητας εμφάνισης παχυσαρκίας. Τέλος, οι περισσότερες έρευνες απέδειξαν ότι το οινόπνευμα δεν επηρεάζει καθόλου ή έχει αρνητική συσχέτιση με την αύξηση του σωματικού βάρους, παρά το γεγονός ότι ορισμένες επιδημιολογικές μελέτες έχουν αποδείξει τη σχέση ανάμεσα στην υψηλή κατανάλωση οινοπνεύματος και στην εμφάνιση υψηλής εναπόθεσης λίπους στην κοιλιακή χώρα. Έχει αποδειχθεί, επίσης, ότι η συσχέτιση μεταξύ κατανάλωσης οινοπνεύματος και αύξησης του σωματικού βάρους είναι στατιστικά σημαντική στην περίπτωση των ανδρών, ενώ στην περίπτωση των γυναικών και των ηλικιωμένων, η κατανάλωση οινοπνεύματος δε αποτελεί παράγοντα κινδύνου, αναφορικά με την αύξηση του σωματικού βάρους.

Έχει, επίσης, αποδειχθεί ότι οι κατεχολαμίνες (αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη) παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση παχυσαρκίας και αυξημένου σωματικού βάρους. Πιο συγκεκριμένα, είναι γνωστό ότι η κινητοποίηση του λίπους από τις λιπαποθήκες του ανθρώπινου σώματος είναι πολύ σημαντική για την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης. Μία σειρά ερευνών in vivo και in vitro απέδειξαν ότι η ικανότητα των κατεχολαμινών να κινητοποιούν το λίπος του υποδόριου λιπώδους ιστού – της μεγαλύτερης λιπαποθήκης του ανθρώπινου σώματος – είναι μειωμένη στα παχύσαρκα άτομα. Περαιτέρω, πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι ότι η μειωμένη λιπολυτική ικανότητα που οφείλεται στην ανεπαρκή δράση των κατεχολαμινών, αποτελεί το πρώτο στάδιο εμφάνισης παχυσαρκίας στον άνθρωπο. Από πλευράς παθοφυσιολογίας, ο μηχανισμός της λιπόλυσης μπορεί να αποδοθεί στην ενεργοποίηση των β1, β2 and β3 αδρενεργικών υποδοχέων. Οι τελευταίοι μεσολαβούν στην αύξηση της παραγωγής cAMP, σε αντίθεση προς τους α2 – αδρενεργικούς υποδεοχείς, των οποίων η ενεργοποίηση οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Παραπέρα, πρόσφατα παρατηρήθηκε ότι ο οργανισμός ατόμων με κανονικό σωματικό βάρος που έχουν γενετική προδιάθεση για παχυσαρκία,  παρουσιάζει σημαντική αντίσταση στη δράση των κατεχολαμινών και κατ’ επέκταση στην προκαλούμενη από αυτές διάσπαση του λίπους που είναι αποθηκευμένο στα κύτταρα του υποδόριου λιπώδους ιστού της κοιλιακής χώρας, γεγονός που συνδέεται με τη μειωμένη ενζυματική δράση της ορμονοευαίσθητης λιπάσης (HSL).

Ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας που οδηγεί στην υπερβολική εναπόθεση σωματικού λίπους είναι η έκκριση της αυξητικής ορμόνης. Αυτή είναι ένα σύνολο συγγενών ορμονών πεπτιδικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων της προλακτίνης και της πλακούντιας λακτογόνου ορμόνης, που προκαλεί την ινσουλινοεξαρτώμενη διάσπαση των υδατανθράκων και λιπών. Έχει διαπιστωθεί ότι η αυξητική ορμόνη προκαλεί στο λιπώδη ιστό φαινόμενα παρόμοια με αυτά που προκαλεί η υπερέκκριση ινσουλίνης. Πιο συγκεκριμένα, η αυξητική ορμόνη παρεμποδίζει τη λιπόλυση, με αποτέλεσμα τη μείωση της συγκέντρωσης των ελεύθερων λιπαρών οξέων στην κυκλοφορία του αίματος. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στη μειωμένη φωσφορυλίωση της ορμονοευαίσθητης λιπάσης. Από την άλλη μεριά, λόγω της ακτινοβόλησης του εγκεφάλου ή της ανεπάρκειας των γοναδοτρόπων ορμονών εξαιτίας της παρουσίας παραγόντων ακυλίωσηςθεωρούνται οι πιο συχνές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του παιδικού κακοήθους λεμφώματος, γνωστότερου και ως μη Hodgins λεμφώματος, η αυξητική ορμόνη αυξάνει το ΔΜΣ, με αποτέλεσμα την εμφάνιση παχυσαρκίας. Ειδικότερα, η ανεπάρκεια σε γοναδοτρόπες ορμόνες μπορεί να προκαλέσει ανωμαλίες στην κατανομή του λίπους.

Η υπερβολική εναπόθεση λίπους μπορεί, επίσης, να αποδοθεί στην εγκατάλειψη της φυσικής δραστηριότητας με την υιοθέτηση ενός καθιστικού τρόπου ζωής. Στην περίπτωση αυτή, έχει αποδειχθεί σε μία μελέτη ότι υπάρχει σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ του χρόνου που δαπανούν τα άτομα – και ειδικότερα τα παιδιά – στην παρακολούθηση τηλεόρασης και της εμφάνισης παχυσαρκίας (ειδικά στην περίπτωση της παιδικής παχυσαρκίας).

Από την άλλη πλευρά, η σχέση μεταξύ της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και της παχυσαρκίας θεωρείται πιο περίπλοκη. Το πρότυπο βρίσκει μεγαλύτερη προσαρμογή στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες και τα παιδιά, δείχνει δε ότι σε χώρες με χαμηλό εισόδημα η παχυσαρκία συναντάται περισσότερο μεταξύ ατόμων με υψηλότερο εισόδημα, σε σύγκριση με τις πλούσιες χώρες, όπου η παχυσαρκία συναντάται σε άτομα με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Περαιτέρω, το οικογενειακό περιβάλλον μέσω της κατανάλωσης έτοιμου φαγητού οδηγεί στη μείωση των μαγειρικών ικανοτήτων των παιδιών, καθώς και στη μειωμένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, με αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης  υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας, ενώ την ίδια στιγμή ο τομέας του μάρκετινγκ τροφίμων με την προώθηση και διαφήμιση τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος, ζάχαρη και θερμίδες μέσω της χρησιμοποίησης υποσυνείδητων μηνυμάτων, επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την όλη κατάσταση.

Τέλος, η υπερβολική εναπόθεση λίπους μπορεί να αποδοθεί και σε νευρολογικές και συμπεριφορικές διαταραχές. Οι πλέον συνηθισμένες διαταραχές είναι το Σύνδρομο Βουλιμικής Διαταραχής (BED) και το Σύνδρομο Νυχτερινής Κατανάλωσης Φαγητού (NES). Τα σύνδρομα αυτά εστιάζουν πρωταρχικά στη συμπεριφορά του ατόμου, όπως η βουλιμία, η κατανάλωση φαγητού το βράδυ χωρίς μέτρο, ή το σήκωμα από τον καναπέ για φαγητό. Η κατάσταση των ατόμων αυτών, νευρολογική και συμπεριφορική, επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο από το άγχος και την αναπηρία.


Η υπερβολική εναπόθεση σωματικού λίπους και κατ’ επέκταση η παχυσαρκία μπορούν να ελεγχθούν και να προληφθούν μέσω ενός συνόλου μέτρων που αφορούν τις διατροφικές συνήθειες και τον τρόπο ζωής. Πιο συγκεκριμένα, η μείωση στη συχνότητα εμφάνισης παχυσαρκίας μπορεί να επιτευχθεί μέσω οικονομικών πολιτικών στον τομέα των τροφίμων, διαθρεπτικής επισήμανσης, διαθρεπτικών “σημείων”, διατροφικών ισχυρισμών, μείωσης της διαφήμισης τροφίμων που απευθύνονται σε παιδιά, παρεμβάσεων σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, σχολείων και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, χώρων εργασίας, προώθησης της γαλουχίας και τρόπων υγιεινής διατροφής, θεραπείας των ήδη υπέρβαρων ή παχύσαρκων ατόμων, και της φυσικής δραστηριότητας.

Ειδικότερα, στην περίπτωση εφαρμογής ειδικών οικονομικών πολιτικών στον τομέα των τροφίμων, είναι ήδη γνωστό ότι οι τιμές των τροφίμων επηρεάζουν σημαντικά την αγοραστική  συμπεριφορά και τη διατροφή των καταναλωτών. Έτσι εναπόκειται στην εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία έχει τα εργαλεία ελέγχου τιμών στη διάθεση της – κυρίως επιδοτήσεις και φόρους – να επηρεάσει τις αγοραστικές συνήθειες προς την κατεύθυνση της μείωσης της κατανάλωσης έτοιμων προς κατανάλωση φαγητών και της αύξησης της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών που οδηγούν στη μειωμένη εναπόθεση σωματικού λίπους. Η τάση αυτή μπορεί να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο μέσω της διαθρεπτικής επισήμανσης, η οποία έχει καταστεί ή καθίσταται υποχρεωτική με βάση τη νομοθεσία σε πολλές χώρες. Στις ΗΠΑ μόνο, έχει διαπιστωθεί ότι τα 2/3 του πληθυσμού χρησιμοποιούν τη διαθρεπτική επισήμανση και αυτό φαίνεται ότι επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τις διατροφικές επιλογές τους. Το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μέσω του προγράμματος εφαρμογής της διαθρεπτικών “σημείων” και ισχυρισμών. Τα διαθρεπτικά “σημεία” είναι σημεία, όπως λογότυπα, σε κάποιο επιλεγμένο μέρος της συσκευασίας, τα οποία δείχνουν ότι ένα συγκεκριμένο προϊόν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα διατροφικά πρότυπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του συστήματος αυτού είναι το Πρόγραμμα Συμβόλων “Pick the Tick”, το οποίο εφαρμόζεται με ευθύνη των Εθνικών Ιδρυμάτων Καρδιολογίας της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. Από την άλλη μεριά, οι διατροφικοί ισχυρισμοί  έχουν καθιερωθεί νομοθετικά στις περισσότερες χώρες λόγω των πιθανών παραπλανητικών πληροφοριών που μπορεί να εμπεριέχουν. Σε πολλές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, περισσότερα από το 20 – 37% των νέων προϊόντων τροφίμων φέρουν διατροφικούς ισχυρισμούς, με το ήμισυ αυτών, να αναφέρεται στη μειωμένη περιεκτικότητά τους σε λίπος. Παρά ταύτα, οι διατροφικοί ισχυρισμοί μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις, όταν τα μηνύματα ή τα σημεία είναι παραπλανητικά ή παρερμηνεύονται. Στην περίπτωση αυτή, η νομοθεσία για τους διατροφικούς ισχυρισμούς θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο με την επισήμανση “με χαμηλά ή μειωμένα λιπαρά” θα πρέπει, επίσης, να παρουσιάζουν σημαντική μείωση του θερμιδικού περιεχομένου τους, ώστε οι υψιθερμιδικές τροφές με χαμηλά λιπαρά να εξαιρούνται από την εφαρμογή ενός τέτοιου ισχυρισμού. Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν, είναι η προώθηση τροφίμων στα παιδιά. Στην περίπτωση αυτή, ένας άλλος τρόπος μείωσης της παιδικής παχυσαρκίας είναι η μείωση της διαφήμισης προϊόντων τροφίμων και ποτών με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπη και ζάχαρη, καθώς και εστιατορίων μαζικής εστίασης, κυρίως μέσω της τηλεόρασης. Παρόλα αυτά, λόγω της έλλειψης στοιχείων που συνδέουν τη μείωση στη συχνότητα εμφάνισης παχυσαρκίας με τη μείωση στη διαφήμιση των προϊόντων αυτών, οι διαφημιστικές εταιρείες και οι εταιρείες τροφίμων αντιδρούν έντονα στις νομοθετικές ρυθμίσεις που επιβάλλουν τη μείωση των διαφημίσεων σε προϊόντα τροφίμων, τα οποία απευθύνονται σε παιδιά και εστιάζουν στη διατροφική εκπαίδευση και στη σωματική άσκηση. Έχουν, επίσης, σχεδιαστεί παρεμβάσεις σε επίπεδο πολλών τοπικών κοινωνιών για την βελτίωση των διατροφικών συνηθειών και κατ’ επέκταση τη μείωση των παραγόντων κινδύνου, όπως ο ΔΜΣ˙ όμως στις περισσότερες μελέτες δε διαπιστώθηκε σημαντική μεταβολή στις διατροφικές συνήθειες ή στους παράγοντες κινδύνου, με την περίπτωση του Οργανισμού Προώθησης της Υγείας της Καρδιάς στη Μινεσότα των ΗΠΑ να αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχίας, γιατί, παρά το μεγάλο πεδίο δράσης, απέτυχε να επηρεάσει την εμφάνιση παχυσαρκίας στον πληθυσμό παρέμβασης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 ετών. Στον αντίποδα, τα σχολεία, οι παιδικοί σταθμοί, κ.λπ. μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το διατροφικό περιβάλλον και τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών, καθώς επίσης και των γονέων και της ευρύτερης κοινότητας. Περαιτέρω, η προώθηση της γαλουχίας, τρόπων υγιεινής διατροφής και της σωματικής δραστηριότητας μέσω μίας σειράς εκπαιδευτικών και διαφημιστικών προγραμμάτων μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης της παχυσαρκίας και του υπερβολικού βάρους, κάτι που δεν είχε επιτευχθεί μέχρι πρότινος σε χώρους εργασίας, όπου η επίδραση των προγραμμάτων παρέμβασης ήταν μέτρια στις καλύτερες των περιπτώσεων.

Ένας άλλος τρόπος ελέγχου του υπερβολικού σωματικού βάρους είναι η υιοθέτηση διαιτολογίων με χαμηλά λιπαρά και μειωμένους υδατάνθρακες. Στην αρχή, η μείωση του λίπους φαινόταν να είναι το κατάλληλο εργαλείο για τη μείωση της συνολικά προσλαμβανόμενης ενέργειας που οδηγούσε σε μειωμένη εναπόθεση σωματικού λίπους και κατ’ επέκταση σε μειωμένη εμφάνιση παχυσαρκίας. Λόγω αυτού, υπήρξαν και πολλές εργασίες που υποστήριζαν την ιδέα αυτή. Παρά ταύτα, πρόσφατες έρευνες στις ΗΠΑ αποκάλυψαν ότι άτομα με φυσιολογικό ή με χαμηλότερο του φυσιολογικού σωματικό βάρος συγκαταλέγονται μεταξύ των καταναλωτών πολλών λιπαρών. Περαιτέρω, τις τελευταίες 2 δεκαετίες παρατηρήθηκε η σημαντική μείωση στην πρόσληψη ενέργειας από λιπαρά οδήγησε στην αύξηση της εμφάνισης παχυσαρκίας, ένα φαινόμενο γνωστό και ως παράδοξο του λίπους’!! Από την άλλη πλευρά, αποδείχθηκε ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ζάχαρης ή των υδατανθράκων γενικότερα και της αύξησης της όρεξης ή του ΔΜΣ (Σχ. 1). Στην πραγματικότητα, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ της ζάχαρης και του ΔΜΣ. Όλα αυτά οδήγησαν στην αναθεώρηση της άποψης ότι τα διαιτολόγια με χαμηλά λιπαρά και μειωμένους υδατάνθρακες μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση του περίσσιου σωματικού λίπους. Ακόμα περισσότερο, έχει διαπιστωθεί ότι η εφαρμογή μίας δίαιτας με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες διεγείρει παρά μειώνει την όρεξη λόγω της αλληλεπίδρασης συγκεκριμένων αμινοξέων των πρωτεϊνών με τα νευρικά κύτταρα του υποθαλάμου. Ειδικά, το ελεύθερο γλουταμινικό οξύ μπορεί να είναι τοξικό για συγκεκριμένες ομάδες νευρώνων του υποθαλάμου που ρυθμίζουν την αίσθηση της όρεξης, με αποτέλεσμα τη μείωση του αισθήματος κορεσμού και την αύξηση της πρόσληψης τροφής. Για αυτό, ακριβώς το λόγο θα πρέπει να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση του γλουταμινικού μονονάτριου ή γευστικού (MSG) στην προετοιμασία των τροφίμων. Η κατανάλωση οινοπνεύματος επηρεάζει ελάχιστα έως καθόλου (στατιστικώς σημαντικό στην περίπτωση των ανδρών), επίσης, τη συχνότητα εμφάνισης παχυσαρκίας, όπως συνάγεται από διάφορες έρευνες. Έτσι, ένα διαιτολόγιο που περιέχει υδατάνθρακες, λίπη και πρωτεΐνες στις σωστές ποσότητες μπορεί να προλάβει την εμφάνιση παχυσαρκίας.

      Σχήμα 1

Τέλος, στην περίπτωση της παχυσαρκίας που οφείλεται στα Σύνδρομα BED ή NES, η διάγνωση που βασίζεται στην υποκείμενη παθοφυσιολογία, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση των νοσολογικών διλημμάτων και στην εφαρμογή της καλύτερης θεραπευτικής αγωγής. Καθώς μαθαίνουμε περισσότερα για τις νευροβιολογικά αιτία των διαφόρων εθισμών γενικά, η καλύτερη κατανόηση του τρόπου, με τον οποίο η τροφή αλληλεπιδρά με τα συστήματα ανταπόδοσης, θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση της φυσιολογικής κατανάλωσης τροφής από το διατροφικό εθισμό, αν μπορεί να γίνει μία τέτοια διάκριση. Παρόμοια, η κατανόηση των ψυχοβιολογικών οδών μέσω των οποίων η πρόσληψη τροφής μπορεί να τροποποιήσει τις επιδράσεις, ή αντιθετοαντίστροφα, θα αποβεί πάρα πολύ χρήσιμη αδιαμφισβήτητα για την απάντηση ερωτημάτων που αφορούν τη βουλιμία ή τη διάγνωσή της ή τη καταγραφή μιας υποκείμενης διαταραχής που επηρεάζει την ομοιοστασία. Η κατανόηση των προηγουμένων θα συμβάλλει τόσο στην αναγνώριση των ατόμων εκείνων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα παχυσαρκίας, οφειλόμενο σε νευρολογικά και ψυχολογικά προβλήματα, όσο και στην εφαρμογή της κατάλληλης για το συγκεκριμένο πρόβλημα θεραπείας.

Από Θωμά Ζαφειριάδη
Κτηνίατρο-Τεχνολόγο Τροφίμων MSc.







Σχόλια