Λόγος περί ασπαρτάμης (Ε951)

 Η ασπαρτάμη (μεθυλ – εστέρας του διπεπτιδίου L-a-ασπαρτυλ-L-φαινυλαλανίνης) είναι μια τεχνητή συνθετική (Ε951), μη θρεπτική γλυκαντική ουσία (sweet, που κυκλοφορεί με διάφορα εμπορικά ονόματα (Nutrasweet, Canderel, Equal, Sanecta, Tri-Sweet) και χρησιμοποιείται ευρύτατα ως υποκατάστατο της ζάχαρης σε μεγάλη γκάμα τροφίμων και φαρμάκων. Παρασκευάσθηκε από την εταιρία Monsanto το 1965 και άρχισε να καταναλώνεται από το 1981.

Την βρίσκουμε με μορφή άσπρης κρυσταλλικής άοσμης σκόνης η οποία χρησιμοποιείται όμως και σε υγρή μορφή ή σε κόκκους. Έχει παρόμοια γεύση με τη ζάχαρη και μάλιστα εντονότερη (160-200 φορές πιο γλυκιά) και σε μεγαλύτερη διάρκεια. Η συνιστώμενη ασφαλή πρόσληψη είναι 40mg/Kg σωματικού βάρους. Για να γίνει κατανοητή ποσό γλυκιά είναι η ασπαρτάμη αρκεί να αναφέρουμε ότι οι τσίχλες με ασπαρτάμη διατηρούν τη γεύση τους 4 φορές περισσότερο από αυτές που περιέχουν ζάχαρη. Αν κι η θερμιδική ενέργεια των δυο αυτών γλυκαντικών ουσιών δεν διαφέρει (4Kcal) η ασπαρτάμη χάρη στην εντονότερη γεύση της απαιτεί χρήση πολύ μικρότερης ποσότητας, με αποτέλεσμα να επιβαρύνει θερμιδικά λιγότερο. Οι παραπάνω ιδιότητες την έκαναν δημοφιλή με σε άτομα που ήθελαν να ελέγχουν το βάρος τους όπως οι υπέρβαροι, παχύσαρκοι, άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Επίσης, προϊόντα που περιέχουν ασπαρτάμη, φαίνεται ότι δεν προκαλούν φθορές στα δόντια όπως την εμφάνιση τερηδονικών βλαβών και τον σχηματισμό μικροβιακής πλάκας.

Για τους παραπάνω λόγους η ασπαρτάμη, αποτελεί συστατικό 6000 περίπου φαγητών και ροφημάτων τα οποία καταναλώνονται από 200 εκατομμύρια περίπου ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Χρησιμοποιείται ευρέως σε αναψυκτικά διαίτης, σε τσίχλες στις οποίες αναγράφεται η ένδειξη «χωρίς ζάχαρη», γιαούρτια, παγωτά, γενικά σε προϊόντα τύπου light.

Παρά τη σταθερότητα της σε συνθήκες δωματίου, η ασπαρτάμη δεν είναι κατάλληλη για μαγείρεμα γιατί σε υψηλή θερμοκρασία αποσυντίθεται και χάνει μέρος της γλυκύτητας.

Αν και έχουμε ικανοποιητικά πλεονεκτικά από την χρήση της, έχει όμως κατηγορηθεί ότι μπορεί να επιφέρει ανεπιθύμητες δράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό, όπως πονοκεφάλους, κυκλοθυμία, αλλεργίες λέμφωμα, κάκωση εγκεφάλου, ακόμα και όγκο στον εγκέφαλο.

Όταν η ασπαρτάμη εισέρθει στον ανθρώπινο οργανισμό μεταβολίζεται παρέχοντας τρία συστατικά:

·         Ασπαρτικό οξύ.

·         Φαινυλανανίνη.

·         Μεθανόλη

Όλες αυτές οι ουσίες απορροφούνται φυσιολογικά από τον οργανισμό. Η ασπαρτάμη η ίδια, δεν εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος, ούτε συσσωρεύεται στο σώμα. Τα τρία προϊόντα μεταβολισμού της ασπαρτάμης υπάρχουν φυσικά και σε άλλα τρόφιμα που χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό για διάφορες λειτουργίες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Σε σύγκριση με τα κοινά τρόφιμα, η ποσότητα των συστατικών αυτών που λαμβάνονται από την ασπαρτάμη είναι πολύ μικρή. Για παράδειγμα, το άπαχο γάλα περιέχει περίπου 6 φορές περισσότερη ποσότητα φαινυλαλανίνης και 13 φορές περισσότερη ποσότητα ασπαρτικού οξέος σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ποσότητες που εμπεριέχεται σε ένα διαιτητικό μη αλκοολούχο ποτό με ασπαρτάμη. Για την ασπαρτάμη συχνά αναφέρεται ως παράγοντας ανησυχίας η παραγόμενη κατά το μεταβολισμό της μεθανόλης, αν και οι παραγόμενες ποσότητες είναι ελάχιστες και συχνά πολύ μικρότερες από ποσότητες που υπάρχουν κατά φυσικό τρόπο σε διάφορους χυμούς και ποτά. Επίσης έχουμε περιπτώσεις που η χρήση της πρέπει να αποφεύγεται, όπως π.χ. από άτομα που πάσχουν από τη σπάνια μεταβολική ασθένεια φαινυλοκετονουρία. Τα άτομα αυτά δεν μεταβολίζουν τη φαινυλαλανίνη, η οποία αυτή συσσωρεύεται στον οργανισμό και μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλική βλάβη.

Όλα τα τρόφιμα που περιέχουν ασπαρτάμη θα πρέπει με βάση τη νομοθεσία να φέρουν την ένδειξη «Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται από άτομα που πάσχουν από φαινυλοκετονουρία». Επίσης δεν πρέπει να καταναλώνεται από εγκύους και μικρά παιδιά λόγω παρατηρηθέντων ανωμαλιών σε πειραματόζωα.

Κατά πόσο είναι ασφαλές να καταναλώνουμε τρόφιμα που περιέχουν ασπαρτάμη.

Όπως προαναφέρθηκε η ασπαρτάμη είναι μια τεχνητή γλυκαντική και ταξινομείτε ως πρόσθετο τροφίμων με κωδικό Ε951 και η χρήση της στα τρόφιμα ελέγχεται αυστηρά από την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία που απαιτεί ότι μόνο τα εγκεκριμένα πρόσθετα μπορούν να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή ή την προετοιμασία των τροφίμων. Η έγκριση στην ΕΕ πρέπει να περάσει από μια ενδελεχή αξιολόγηση της ασφάλειας από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλεια Τροφίμων (EFSA). Πρίν από την από την ίδρυση της EFSA το 2002, ο έλεγχος γινόταν από την Επιστημονική Επιτροπή Τροφίμων (EET). Ο παρασκευαστής ενός νέου πρόσθετου δεν πρέπει μόνο να αποδείξει ότι υπάρχει πραγματική ανάγκη για την εν λόγω ουσία, αλλά πρέπει επίσης να καταθέσει τοξικολογικές μελέτες (για να διαπιστωθεί κατά πόσο η ουσία είναι βλαβερή), συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών για την αξιολόγηση της γονιδιοτοξικότητας, δηλαδή της δυνατότητας να παρεμβαίνει στο γενετικό υλικό που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη του καρκίνου ή αρνητικών επιπτώσεων με μελλοντικές γενιές. Μετά την αξιολόγηση του συγκεκριμένου πρόσθετου και αφού αποδειχτεί ότι δεν παραπλανάται ο καταναλωτή, το εν λόγω πρόσθετο εντάσσεται στον κατάλογο των πρόσθετων της ΕΕ. Εάν υπάρχουν οποιαδήποτε αμφιβολίες σχετικά με την ασφάλεια του πρόσθετου, τότε η ουσία δεν εγκρίνεται.

Η ασπαρτάμη έχει εγκριθεί για χρήση και περιλαμβάνεται στη «θετική λίστα» των εγκεκριμένων της ΕΕ μετά από αυστηρή αξιολόγηση της ασφάλειας. Η πρώτη αξιολόγηση για τη ασφάλεια της ασπαρτάμης πραγματοποιήθηκε στην Ευρώπη και δημοσιεύτηκε από την Επιστημονική Επιτροπή Τροφίμων (ΕΕΤ) το 1984, ενώ επαναβεβαιώθηκε το 2002. Από τότε η EFSA αξιολογεί τακτικά την ασφάλεια της ασπαρτάμης και οι επιστημονικές της ομάδες έχουν εκδώσει διάφορες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις σχετικά με το γλυκαντικό αυτό. Το 2009 η ομάδα ANS της EFSA κατέληξε στο συμπέρασμα σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία (συμπεριλαμβανομένης της μελέτης του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Ramazzini που δημοσιεύτηκε το 2007), ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη καρκινογόνου δράσης της ασπαρτάμης και επομένως κανένας λόγος επανακαθορισμού της καθιερωμένης αποδεκτής ημερήσιας πρόσληψης (ADI) 40mg/Kg σωματικού βάρους.

Η ασπαρτάμη έχει επίσης αξιολογηθεί και από άλλους φορείς όπως είναι η μικτή επιτροπή εμπειρογνωμόνων των οργανισμών FAO/WHO για τα πρόσθετα, η Υπηρεσία Πρότυπων Τροφίμων του Ηνωμένου Βασιλείου (FSA) και η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών (FDA).

Το μέγιστο επίπεδο στο οποίο τα πρόσθετα, όπως η ασπαρτάμη μπορούν να χρησιμοποιηθούν, καθώς επίσης και τα συγκεκριμένα τρόφιμα στα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί θεσπίστηκαν με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία. Τα επίπεδα αυτά καθορίζονται σε τέτοιες τιμές που να εξασφαλίζουν ότι ένα άτομο που καταναλώνει μια τυπική δίαιτα δεν θα υπερβεί την Αποδεκτή Ημερήσια Πρόσληψη (ADI) που καθορίζεται για το συγκεκριμένο πρόσθετο. Στην περίπτωση των γλυκαντικών ουσιών όπως η ασπαρτάμη, τα επίπεδα αυτά έχουν οριστεί σε τιμές που λαμβάνουν υπόψη ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, όπως οι διαβητικοί και τα παιδιά.


Η χρήση των γλυκαντικών, καθώς και της ασπαρτάμης, ρυθμίζεται σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο από το Καν. (ΕΚ) 1333/2008 για τα πρόσθετα τροφίμων (ο συγκεκριμένος κανονισμός επικυρώνεται ανά τακτά διαστήματα η πιο πρόσφατη 20/07/2023) και το Παράρτημα της Οδηγίας 94/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις γλυκαντικές ύλες που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στα τρόφιμα, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, το οποίο έχει μεταφερθεί στον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών άρθρο 68.

Το 2010 δημοσιεύτηκαν δυο μελέτες που αφορούν την πιθανή επικινδυνότητα που σχετίζεται με την κατανάλωση συνθετικών γλυκαντικών, μια μελέτη καρκινογένεσης σε ποντίκια που κατανάλωσαν ασπαρτάμη μέσω της τροφής που πραγματοποιήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Ramazzini, και μια επιδημιολογική μελέτη για τη σχέση μεταξύ λήψης τεχνητά ζαχαρούχων αναψυκτικών και αυξημένης συχνότητας πρόωρου τοκετού. Το 2011 η EFSA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δυο μελέτες δεν δίνουν κάποια αιτία επανεξέτασης των προηγούμενων εκτιμήσεων για την ασπαρτάμη ή άλλων γλυκαντικών που επιτρέπονται επί του παρόντος από την ΕΕ. Η ανασκόπηση των μελετών από την EFSA πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Γαλλική αρχή για την ασφάλεια τροφίμων, περιβάλλοντος και επαγγελματικής περίθαλψης (ANSES), η οποία αναλαμβάνει επίσης εργασίες στον τομέα αυτό.

Η μελέτη για το συνθετικό πρόσθετο ασπαρτάμη (Ε951) συνεχίζεται καθώς ο Διεθνής Οργανισμός Ερευνών για τον Καρκίνο (International Agency for Research on Cancer ή IARC) και η Μεικτή Επιτροπή για τα Πρόσθετα Τροφίμων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (Joint FAO/WHO Expert Committee on Food Additives ή JEFCA) προχώρησαν σε ανακοινώσεις τον Ιούλιο του 2023 μετά από αξιολογήσεις τους για την ασπαρτάμη.

Ποιοι είναι οι συγκεκριμένοι οργανισμοί.

Ο IARC είναι ένα ανεξάρτητο διεθνές ινστιτούτο ερευνών για τον καρκίνο αλλά και ένας εξειδικευμένος ερευνητικός φορέας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ου ιδρύθηκε το 1965. Κατατάσσει τις ουσίες που αξιολογεί ανάλογα με τη βαρύτητα των διαθέσιμων επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με το εάν η ουσία είναι ικανή να προκαλέσει καρκίνο. Δηλαδή χαρακτηρίζει εάν μια ουσία αποτελεί κίνδυνο (hazard), αλλά δεν υπολογίζει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου (δηλαδή δεν εξετάζει την «επικινδυνότητα» (risk)) από την έκθεση του ανθρώπου στην ουσία.

Η JEFCA είναι μια διεθνής επιστημονική επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (η οποία συνεδριάζει από το 1956) και διενεργεί αξιολόγηση της επικινδυνότητας (δηλαδή εξετάζει όλες τις πιθανές επιπτώσεις στην υγεία και την πιθανότητα πρόκλησης βλάβης) λαμβάνοντας υπόψη τη διατροφική έκθεση στην ουσία.

Ο IARC και η JEFCA έχουν διαφορετικούς αλλά συμπληρωματικούς ρόλους αξιολόγησης χημικών ουσιών.

Πως χαρακτηρίζει ο IARC την ασπαρτάμη: O IARC κατέταξε την ασπαρτάμη ως πιθανή καρκινογόνα ουσία (κατηγορία 2Β) βάσει περιορισμένων αποδεικτικών στοιχείων (limited evidence) στον άνθρωπο.

Πως κατατάσσει ο IARC του παράγοντες – ουσίες που αξιολογεί: O IARC κατατάσσει τους παράγοντες – ουσίες που αξιολογεί σε μια κλίμακα 4 βαθμίδων ανάλογα με την βαρύτητα των διαθέσιμων επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων:

Κατηγορία 1: Καρκινογόνος παράγοντας για τον άνθρωπο. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει παράγοντες για τους οποίους υπάρχουν επαρκή στοιχεία (sufficient evidence) για πρόκληση καρκινογένεσης στον άνθρωπο. Δηλαδή υπάρχουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία (convincing evidence) ότι ο παράγοντας προκαλεί καρκίνο στον άνθρωπο. Η αξιολόγηση βασίζεται συνήθως σε αποτελέσματα επιδημιολογικών μελετών που δείχνουν ανάπτυξη καρκίνου σε άτομα που εκτίθενται στον παράγοντα ή σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για καρκινογένεση σε πειραματόζωα τα οποία συνοδεύονται από ισχυρά στοιχεία σε ανθρώπους που αποδεικνύουν ότι ο παράγοντας παρουσιάζει ένα η περισσότερα από τα αναγνωρισμένα βασικά χαρακτηριστικά των καρκινογόνων για τον άνθρωπο παραγόντων.

Κατηγορία 2: Η κατηγορία 2 περιλαμβάνει παράγοντες για τους οποίους υπάρχει ένας εύρος αποδεικτικών στοιχείων για καρκινογένεση σε ανθρώπους και πειραματόζωα. Για το λόγο αυτό υπάρχουν δυο (2) υποκατηγορίες οι οποίες υποδεικνύουν διαφορετικά επίπεδα αποδεικτικών στοιχείων.

Κατηγορία 2Α: Ισχυρά πιθανός (probable) καρκινογόνος, παράγοντας για τον άνθρωπο. Η κατηγορία αυτή χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν «περιορισμένα αποδεικτικά στοιχεία για καρκινογένεση», στον άνθρωπο τα όποια συνοδεύονται είτε από επαρκείς αποδείξεις καρκινογένεσης σε πειραματόζωα, είτε από ισχυρά στοιχεία σχετικά με το μηχανισμό δράσης του παράγοντα που να δείχνουν ότι ο παράγοντας παρουσιάζει βασικά χαρακτηριστικά καρκινογόνων στον άνθρωπο.

Περιορισμένα αποδεικτικά στοιχεία καρκινογένεσης. Σημαίνει ότι έχει παρατηρηθεί θετική συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης στον παράγοντα και τον καρκίνο, όμως δεν μπορούν να αποκλειστούν άλλες αιτίες – εξηγήσεις για τις συσχετίσεις αυτές. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται επίσης παράγοντες για τους οποίους δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία όσον αφορά στην καρκινογένεση στον άνθρωπο αλλά υπάρχουν επαρκή στοιχεία καρκινογένεσης σε πειραματόζωα καθώς και ισχυρά στοιχεία σχετικά με το μηχανισμό δράσης σε ανθρώπινα ή ιστούς.

Κατηγορία 2Β: Πιθανός (possibly) καρκινογόνος παράγοντας για τον άνθρωπο. Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται παράγοντες για τους οποίους υπάρχει μόνο μια από τις παρακάτω αξιολογήσεις.

·         Περιορισμένα στοιχεία καρκινογένεσης στον άνθρωπο αλλά και περιορισμένα ή ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία καρκινογένεσης σε πειραματόζωα.

·         Πειστικά (επαρκή) στοιχεία καρκινογένεσης σε πειραματόζωα αλλά ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία καρκινογένεσης στον άνθρωπο.

·         Ισχυρά στοιχεία που αφορούν στο μηχανισμό δράσης και τα οποία δείχνουν ότι ο παράγοντας παρουσιάζει ένα ή περισσότερα βασικά χαρακτηριστικά καρκινογόνων στον άνθρωπο.

Κατηγορία 3: Μη ταξινομήσιμος παράγοντας ως προς την καρκινογένεση για τον άνθρωπο. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται παράγοντες όταν τα στοιχεία για καρκινογένεση στον άνθρωπο είναι ανεπαρκή, τα στοιχεία για καρκινογένεση σε πειραματόζωα είναι περιορισμένα ή ανεπαρκή και τα στοιχεία σχετικά με τους μηχανισμούς δράσης είναι περιορισμένα ή ανεπαρκή. Περιορισμένα στοιχεία για καρκινογένεση σε πειραματόζωα σημαίνει ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες υποδηλώνουν καρκινογόνο δράση άλλα δεν μπορεί να εξαχθεί ένα ορισμένο συμπέρασμα στα πειραματόζωα.


Ποια είναι η επικινδυνότητα από την κατανάλωση ασπαρτάμης σύμφωνα με τη
JEFCA: H JEFCA κατέληξε στο συμπέρασμα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από μελέτες σε πειραματόζωα ή ανθρώπους ότι η ασπαρτάμη έχει δυσμενείς συνέπειες στην υγεία μετά την κατανάλωση της. Αυτό το συμπέρασμα υποστηρίζεται από το γεγονός ότι η ασπαρτάμη μεταβολίζεται στο έντερο παρέχοντας τα τρία συστατικά: ασπαρτικό οξύ, φαινυλανανίνη και μεθανόλη. Όλες αυτές οι ουσίες απορροφούνται φυσιολογικά από τον οργανισμό. Η ασπαρτάμη ή ίδια, δεν εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος ούτε συσσωρεύεται στο σώμα. Τα τρία προϊόντα μεταβολισμού ασπαρτάμης υπάρχουν φυσικά και σε άλλα τρόφιμα ου χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό για διάφορες λειτουργίες με τον ίδια ακριβώς τρόπο.

Όσον αφορά στις επιδημιολογικές μελέτες η επιτροπή JEFCA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει αποδειχθεί μια ξεκάθαρή συσχέτιση μεταξύ κατανάλωσης ασπαρτάμης και κάποιου συγκεκριμένου τύπου καρκίνου. Όλες οι μελέτες είχαν περιορισμούς στο πώς εκτιμήθηκε η έκθεση (πρόσληψη) στην ασπαρτάμη, ενώ άλλες αιτίες όπως αντίστροφη αιτιότητα, τυχαιότητα, σφάλματα και επίδραση κοινωνικοοικονομικών παραγόντων ή κατανάλωση άλλων διατροφικών στοιχείων, θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη συσχέτιση που παρατηρήθηκε.

Μέχρι στιγμής η κατανάλωση της ασπαρτάμης παραμένει στα 40mg/kg σωματικού βάρους την ημέρα σύμφωνα με την Αποδεκτή Ημερήσια Πρόσληψη (ADI).

Η συνεχής παρακολούθηση που επιβάλει η EFSA για όλα τα πρόσθετα (πχ. ασπαρτάμη Ε951) που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα επιβάλει και εμείς να είμαστε σε επαγρύπνηση, να προσέχουμε τι καταναλώνουμε, να διαβάζουμε τις ετικέτες και να αποφεύγουμε τις υπερβολές ειδικά στην κατανάλωση τροφίμων που έχουν πολλά πρόσθετα.

Σχόλια